φιλοτιμώ

φιλοτιμώ
φιλοτίμησα, φιλοτιμήθηκα
1. μτβ., διεγείρω τη φιλοτιμία κάποιου, τον κάνω να δείξει ζήλο, να φανεί φιλότιμος: Ο λοχαγός τούς φιλοτίμησε για την επίθεση.
2. το μέσ., φιλοτιμούμαι και φιλοτιμιούμαι και φιλοτιμιέμαι παρακινούμαι από φιλοτιμία να πράξω κάτι, δείχνω φιλοτιμία, ζήλο: Φιλοτιμήθηκαν να μας φιλοξενήσουν όσο γινόταν καλύτερα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλοτιμώ — φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, Ν βλ. φιλοτιμούμαι …   Dictionary of Greek

  • Φιλοτίμῳ — Φιλότιμος loving honour masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτίμῳ — φιλοτί̱μῳ , φιλότιμος loving honour masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτιμούμαι — φιλοτιμοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος] νεοελλ. 1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου 2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • ευφιλοτίμητος — εὐφιλοτίμητος, ον (Α) αυτός που γίνεται από φιλοτιμία («τῶν δαπανημάτων, ὅσα πρὸς τὸ κοινὸν εὐφιλοτίμητά ἐστιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλοτιμώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”