- φιλοτιμώ
- φιλοτίμησα, φιλοτιμήθηκα1. μτβ., διεγείρω τη φιλοτιμία κάποιου, τον κάνω να δείξει ζήλο, να φανεί φιλότιμος: Ο λοχαγός τούς φιλοτίμησε για την επίθεση.2. το μέσ., φιλοτιμούμαι και φιλοτιμιούμαι και φιλοτιμιέμαι παρακινούμαι από φιλοτιμία να πράξω κάτι, δείχνω φιλοτιμία, ζήλο: Φιλοτιμήθηκαν να μας φιλοξενήσουν όσο γινόταν καλύτερα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.